- διαμετρητός
- δια - μετρητός: measured off, laid off, Il. 3.344†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
διαμετρητός — measured out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρητός — ή, ό (Α διαμετρητός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος 2. διαμετρικός … Dictionary of Greek
διαμετρητόν — διαμετρητός measured out masc acc sg διαμετρητός measured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρητῷ — διαμετρητός measured out masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)